- συσσείω
- ΜAσείω μαζί («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.)μσν.ενοχλώ, ταράζωαρχ.1. κάνω κάποιον να τρέμει2. μτφ. (για μέθη) συγκλονίζω, συνταράζω3. περιστρέφω, στριφογυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συσσεισμός — ὁ, ΜΑ [συσσείω] κίνηση ή ταραχή τής γης ή τού αέρα, σεισμός ή καταιγίδα μσν. μτφ. ταραχή τού νου, ανησυχία τού πνεύματος … Dictionary of Greek
σύσσεισις — είσεως, ἡ, Α [συσσείω] συντάραξη … Dictionary of Greek
ՇԱՐԺԵՄ — (եցի.) NBH 2 0472 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c, 14c ն. κινέω moveo σείω, συσσείω, σαλεύω, ομαι commoveo, concutio, impello, or. (լծ. հյ. սարսել. եբր. շարէշ, թ. սարսմագ ... յն. սալէ՛ւօ եւ այլն.) Տալ զշարժ՝ այլում կամ ինքեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)